Μια χρονιά, λοιπόν, ξεκινάνε από τη μια άκρη του χωριού και περνάνε ένα ένα όλα τα σπίτια του χωριού. Όταν φτάσανε στο τέλος του χωριού ο παππούς έκανε μια παράκαμψη, προσπέρασε ένα σπίτι και μπήκε στο τελευταίο. Το παπαδοπαίδι νόμιζε πως δεν θα πηγαίνανε καθόλου στο σπίτι αυτό γιατί ήταν η πιο φτωχή οικογένεια του χωριού και δεν θα είχανε να δώσουν το κατιτίς τους για τον αγιασμό. Με έκπληξη όμως είδε ότι ο παπάς, μόλις τελείωσε, κατευθύνθηκε στο σπίτι αυτό και έκανε κανονικά τον αγιασμό. Όταν η νοικοκυρά έσκυψε στο τέλος να του φιλήσει το χέρι και να του δώσει κάτι, ο παπάς άνοιξε το δικό της χέρι και της έβαλε στη χούφτα όσα κράταγε ο ίδιος στο χέρι του.
Και σήμερα; Ευτυχώς, ναι, και σήμερα. Γιατί όλα κακά, στραβά κι ανάποδα στην Ελλαδίτσα μας αλλά το συνάνθρωπο τον νιώθουμε ακόμα. Και αν συναντάμε περισσότερους ξινομούρηδες από το παρελθόν, δεν πειράζει….ίσως αν τους χαρίσουμε ένα χαμόγελο μαλακώσουν τα νεύρα τους και μας το ανταποδώσουν.